Η ζωγραφιά
έχει
τραμπάλες με
παιδιά
και
σκυλιά πριν
το σπιτάκι,
την αγορά, την
εκκλησία με
σκαλιά
και μπροστά ένα δεντράκι.
Η ζωγραφιά
έχει κήπους,
βρύα έχει ζέστη,
κρύα
έχει
θάλασσες-ξέρα,
παντρεμένους
με βέρα,
αθλητές,
χοντρούς,
υδροφόρες,
γιατρούς
έχει άκρες,
τσάρκες,
πλοία, βάρκες,
τόξα και βέλη,
πίκρα και μέλι,
χωριά μα και
πόλεις,
γαλατάς,
κρεοπώλης,
αναπτήρες,
νιπτήρες,
σπαθιά κι
αορτήρες,
σουτιέν,
βρακιά,
ποντικάκια,
γατιά
σημαίες,
κεραίες,
γριές μα και
νέες,
πολέμους,
ειρήνη – η πόρτα
δεν κλείνει,
ελάφια, ράφια,
στον καφέ
κατακάθια,
ζωντανούς-νεκρούς,
τον Lee και τον Bruce
σοβαρούς-αστείους,
αριθμούς και
αγίους,
ζυγαριές,
κουμπιά, μύτες
έχει κι αυτιά,
μαγαζιά,
πλατείες,
φαλακρούς κι
ενορίες,
βατραχάκια
και ψάρια,
τάβλι έχει με
ζάρια...
Έχει
μίσος, ζήλια,
φύκια, φύλλα
κιθάρες και
πιάνα, έχει κόρη
και μάνα
έχει
όλα τα
πάντα-ουρανούς
μa και μπάντα
μα
δεν έχει εσένα
ούτε’ συ
εμένα.
Η
ζωγραφιά
είναι όμορφη,
αλλά…
”Eχει
μαύρα κι άσπρα,
τσαντίρια και
κάστρα
πουλιά,
βιολιά-έχει
ακόμα πολλά
έχει τρένα, φρένα,
μανταλάκια,
χτένα,
γάζα, βάζα, κρύσταλλα, μπάζα,
έχει ρούχα,
παπούτσι,
παλιάτσους
και Gucci,
φαντάρους,
γλάρους,
γαμπρούς,
κουμπάρους,
έχει άστρα,
ήλιο, τούβλα
και ξύλο,
μπρελόκ,
στυλούς,
φίλους έχει
κι εχθρούς,
τσιγάρα, αμπάρα, άλογα, κάρα,
Ινδιάνους,
Κινέζους—όλα
τα ρέζους
γυαλιά,
καρφιά,
παππού-γιαγιά,
ανίψι, εγγόνι,
έχει μόνον και
πόρνη...